γκαρδιακός

γκαρδιακός
-ή, -ό
1. γνήσιος, αληθινός: Ήταν αδέρφια γκαρδιακά.
2. επιστήθιος, πιστός: Είμαστε φίλοι γκαρδιακοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκαρδιακός — ή και ιά, ό 1. εγκάρδιος, ολόψυχος, ειλικρινής 2. (για αδελφό) από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάννα, μη ετεροθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκαρδιακός < αρχ. εγκάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • εγκαρδιακός — ή, ό 1. γκαρδιακός, αυτός που προέρχεται από την καρδιά, ειλικρινής («φίλος εγκαρδιακός») 2. (για παιδιά) γνήσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”